Ὁ Ὅσιος Δαβὶδ καταγόταν ἀπὸ τὴ βόρεια Μεσοποταμία, ποὺ ἦταν μεγάλο μοναστικὸ κέντρο, καὶ ἐγεννήθηκε περὶ τὸ 450 μ.Χ. Γιὰ λόγους ποὺ δὲν ἀναφέρονται ἦλθε στὴ Θεσσαλονίκη μαζὶ μὲ τὸ μοναχὸ Ἀδολᾶ.

Κατὰ τὸ βιογράφο τους ὁ Ὅσιος εἰσῆλθε ἀρχικὰ στὴ μονὴ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Θεοδώρου καὶ Μερκουρίου, ἐπιλεγομένη Κουκουλλιατῶν, τῆς ὁποίας ἡ τοποθεσία προσδιορίζεται «ἐν τῷ ἀρκτικῷ μέρει τῆς πόλεως πλησίον τοῦ τείχους ἐν ᾧ ἐστι τὸ παραπόρτιον τῶν Ἀπροΐτων».

Τὸ προσωνύμιο «Κουκουλλιατῶν» ἢ «Κουκουλλατῶν» δηλώνει τοὺς μοναχοὺς ποὺ ἔφεραν κουκούλιο, ἴσως κατὰ ἰδιάζοντα τρόπο, ἂν κρίνει κανεὶς ἀπὸ τὶς σωζόμενες ἀπεικονίσεις τοῦ Ὁσίου, δηλαδὴ ριγμένο στοὺς ὤμους. Ἡ θέση τῆς μονῆς πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ βορειοανατολικὰ τῆς Ἀκροπόλεως, ἐκεῖ ὅπου ἀναγνωρίζεται τὸ τοπωνύμιο «Κῆπος τοῦ Προβατᾶ».

Τὰ παραδείγματα τῶν ἁγίων ἀνδρῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἰδιαιτέρως τοῦ Προφήτου καὶ βασιλέως Δαβίδ, ὁ ὁποῖος «τριετῆ χρόνον ᾐτήσατο, ἵνα δοθῇ αὐτῷ χρηστότης καὶ παιδεία καὶ σύνεσις», ὤθησαν τὸν Ὅσιο Δαβὶδ νὰ ἀποφασίσει νὰ καθίσει σὲ δένδρο ἀμυγδαλέας μέχρι ὁ Κύριος νὰ τοῦ ἀποκαλύψει τὸ θέλημά Του καὶ νὰ τοῦ χαρίσει σύνεση καὶ ταπείνωση.

Στὸ τέλος τῆς τριετίας ἐμφανίσθηκε στὸν Ὅσιο Ἄγγελος Κυρίου, ὁ ὁποῖος τὸν διαβεβαίωσε ὅτι εἰσακούσθηκε ἡ παράκλησή του καὶ ἡ δοκιμασία του ὡς δενδρίτου ἀσκητοῦ ἔληξε. Ὁ Ἄγγελος τοῦ εἶπε νὰ κατέλθει ἀπὸ τὸ δένδρο καὶ νὰ συνεχίσει τὸν ἀσκητικό του βίο σὲ κελὶ αἰνῶν καὶ εὐλογῶν τὸν Θεό.

Ὁ Ὅσιος ἐκοινοποίησε τὴν ὀπτασία αὐτὴ στοὺς μαθητές του, ζητώντας τὴ βοήθειά τους γιὰ τὴν κατασκευὴ τοῦ κελιοῦ. Ἡ εἴδηση γρήγορα ἔφθασε στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Δωρόθεο καὶ σὲ ὅλη τὴν πόλη.

Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανὸς μὲ τὴ Νεαρὰ 11, τοῦ 535 μ.Χ., ἀπέσπασε ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ δικαιοδοσία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τὶς βόρειες περιοχὲς τοῦ Ἰλλυρικοῦ καὶ ἀνύψωσε τὴν ἰδιαίτερή του πατρίδα σὲ Ἀρχιεπισκοπή, ὑπὸ τὸν τίτλο τῆς Νέας Ἰουστινιανῆς, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ἦταν ὁ Ἀριστείδης, ὁ ὁποῖος ἂν καὶ ἀποδέχθηκε τὴ μεταβολή, προσπάθησε ὅμως νὰ περισώσει τὴν πολιτικὴ σημασία τῆς πόλεως, μὲ τὴν ἐπαναφορὰ τῆς ἕδρας τοῦ ὑπάρχου τοῦ Ἰλλυρικοῦ ἀπὸ τὴν Πρώτη Ἰουστινιανὴ στὴ Θεσσαλονίκη.

Ἐνῶ ἡ διάσπαση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως δὲν ἐμείωνε τὴν ἀξία τῆς Θεσσαλονίκης, ἡ μετάθεση τῆς ἕδρας τῆς ὑπαρχίας συνιστοῦσε σοβαρὸ ὑποβιβασμὸ τῆς πόλεως. Τὸ αἴτημα λοιπὸν τῶν Θεσσαλονικέων, καθὼς καὶ ἡ ἐπιθυμία τοῦ ὑπάρχου Δομνίκου, ἦταν ἡ ἐπαναφορὰ τῆς ἕδρας στὴ Θεσσαλονίκη, ἰδέα ποὺ ἐνστερνίσθηκε μὲ ἐνθουσιασμὸ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀριστείδης.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἐζητήθηκε ἡ βοήθεια τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ γιὰ τὴ μεταφορὰ τοῦ αἰτήματος στὸν Ἰουστινιανό, διότι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, ὅπως ὁ Βίος ἐξηγεῖ, δὲν μποροῦσε «καταλιπεῖν τὴν πόλιν ἀδιοίκητον» καὶ νὰ μεταβεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη.

Ἐκτὸς τῶν ἄλλων ὅμως, ἡ προτίμηση τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ δείχνει τὴ βαρύτητα, ἀλλὰ καὶ τὶς δυσχέρειες ποὺ προβλεπόταν ὅτι θὰ συναντοῦσε ἕνα παρόμοιο αἴτημα στὸν Ἰουστινιανό, ὁ ὁποῖος προσφάτως εἶχε τιμήσει τὴν ἰδιαίτερή του πατρίδα, Πρώτη Ἰουστινιανή, μὲ τὶς ἕδρες τῆς νέας Ἀρχιεπισκοπῆς καὶ τῆς ὑπαρχίας. Μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια ἐγκλεισμοῦ ὁ Ὅσιος ἐμφανίσθηκε γιὰ πρώτη φορὰ στὸ φῶς τοῦ ἥλιου.

Ἡ μορφή του εἶχε ἀλλάξει. Τὰ μαλλιά του εἶχαν μακρύνει μέχρι τὴν ὀσφὺ αὐτοῦ καὶ τὰ γένεια του μέχρι τοὺς πόδες του, τὸ δὲ ἅγιο πρόσωπό του ἔλαμπε σὰν τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου.

Συνοδευόμενος ἀπὸ δύο μαθητές του, τὸν Θεόδωρο καὶ τὸν Δημήτριο, ἀπέπλευσε πρὸς τὴ Βασιλεύουσα. Ἡ φήμη ὅμως τοῦ Ὁσίου εἶχε προτρέξει. Ἔτσι, ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ, ὅλη ἡ Πόλη τὸν ὑποδέχθηκε.

Ἡ ὑποδοχή του ἀπὸ τὴ Θεοδώρα, σύζυγο τοῦ Ἰουστινιανοῦ, καθὼς καὶ οἱ τιμὲς καὶ ὁ σεβασμός της πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου, προκάλεσαν τὸν θαυμασμὸ ὅλων τῶν παρισταμένων.

Ἡ Θεοδώρα ἐκινήθηκε δραστήρια· ἔτσι, ὅταν ἐπέστρεψε ὁ Ἰουστινιανός, ὁ ὁποῖος ἀπουσίαζε σὲ ἐπίσημες ὑποχρεώσεις, ἐφρόντισε νὰ προκαταλάβει τὴ γνώμη του θετικὰ ὑπὲρ τοῦ Ὁσίου Δαβίδ, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ αὐτοκράτορας νὰ προσκαλέσει τὸν Ὅσιο ἐνώπιον τῆς συγκλήτου.

Ὁ Ὅσιος παρουσιάσθηκε στὴ σύγκλητο κατὰ τρόπο θεαματικὸ κρατώντας στὰ χέρια του φωτιὰ μὲ θυμίαμα ποὺ δὲν κατέκαιγε τὴ σάρκα του. Τὸ παράστημα τοῦ Ὁσίου καθὼς καὶ τὸ προφανὲς θαῦμα ἐπέβαλε σὲ ὅλους κλίμα δέους καὶ κατανύξεως, ὥστε ὁ βασιλέας πρόθυμα ἱκανοποίησε τὸ αἴτημά του μὲ σπουδή.

Κομίζοντας τὰ ἀγαθὰ νέα ὁ Ὅσιος ἀπέπλευσε γιὰ τὴ Θεσσαλονίκη, τὴν ὁποία ὅμως ἔμελλε μόνο ἀπὸ μακριὰ νὰ ξαναδεῖ, διότι μόλις τὸ πλοῖο παρέκαμψε τὸ ἀκρωτήριο ἐκεῖνος παρέδωσε τὸ πνεῦμά του στὸ Θεό. Τὸ γεγονὸς συνέβη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 535 – 541 μ.Χ.

Ἡ εἴδηση τῆς ἀφίξεως τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ὁσίου κάτω ἀπὸ τὶς συνθῆκες αὐτὲς συγκλόνισε ὁλόκληρη τὴν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης. Τὸ σκήνωμα τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ ἀρχικά κατατέθηκε στὸν τόπο, ὅπου εἶχαν ἀποτεθεῖ παλαιότερα τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Μαρτύρων Θεοδούλου καὶ Ἀγαθόποδος, στὰ δυτικὰ τοῦ λιμανιοῦ.

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀριστείδης μὲ πολλὴ θλίψη ὅρισε πάνδημη κηδεία. Τὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου ἐνταφιάσθηκε στὴ μονή του, τῶν Ἀπροΐτων, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία του.

Ἑκατὸν πενήντα χρόνια μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου, περὶ τὸ 685 – 690 μ.Χ., ἔγινε μία προσπάθεια γιὰ τὴ διάνοιξη τοῦ τάφου, ὅταν ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς τῶν Ἀπροΐτων Δημήτριος «ἠθέλησεν ἀπὸ πολλὴν πίστιν λαβεῖν τι μέρος ἐκ τοῦ ἁγίου αὐτοῦ λειψάνου». Μόλις ὅμως ἐξεκίνησε ἡ ἐργασία αὐτή, ἡ πλάκα ποὺ ἐκάλυπτε τὸν τάφο ἔσπασε καὶ αὐτὸ ἐθεωρήθηκε ὡς φανέρωση τοῦ θελήματος τοῦ Ὁσίου νὰ μὴ θιγεῖ.

Τὸ ἱερὸ λείψανο παρέμεινε στὴν ἀρχική του θέση μέχρι τὴν ἐποχὴ τῶν σταυροφοριῶν. Κατὰ τὴν περίοδο τῆς λατινικῆς κυριαρχίας τοῦ μομφερρατικοῦ οἴκου στὴ Θεσσαλονίκη (1204 – 1222), τὸ ἱερὸ λείψανο μεταφέρθηκε στὴν Ἰταλία καὶ τὸ 1236 ἀπαντᾶται στὴν Παβία, ἀπ’ ὅπου μεταφέρθηκε στὸ Μιλάνο, τὸ 1967.

Τελικά, τὸ σεπτὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ μεταφέρθηκε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ κατατέθηκε στὴ βασιλικὴ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου στὶς 16 Σεπτεμβρίου 1978.

Εκκλησία Online
Γράψε το σχόλιό σου

Αφήστε μια απάντηση

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.