Ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης (κατά κόσμον Αρσένιος Εζνεπίδης, Φάρασα, Τουρκία, 25 Ιουλίου 1924 – Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή - Βασιλικά Θεσσαλονίκης, 12 Ιουλίου 1994) ήταν Έλληνας Καππαδόκης μοναχός του 20ού αιώνα που έγινε ευρέως γνωστός για τον μοναστικό του βίο και το έργο του. Η κατάταξή του ως Αγίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας πραγματοποιήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στις 13 Ιανουαρίου 2015[2] και η μνήμη του γιορτάζεται στις 12 Ιουλίου, ημερομηνία κοιμήσεώς του.[3] Το 2017, ανακηρύχθηκε προστάτης άγιος του στρατιωτικού όπλου των Διαβιβάσεων, με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.[4]
Γεννήθηκε στις 25 Ιουλίου του 1924 στα Φάρασα της Καππαδοκίας[5] και ήταν γιος του Προδρόμου και της Ευλογίας-Ευλαμπίας[6] Εζνεπίδη. Είχε άλλα οκτώ αδέλφια, ενώ ο πατέρας του ήταν πρόεδρος του χωριού.[7] Στις 7 Αυγούστου του 1924, μια εβδομάδα πριν οι Φαρασιώτες φύγουν για την Ελλάδα, βαφτίστηκε από τον ιερέα της ενορίας Αρσένιο, τον οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνώρισε ως άγιο το 1986.[8] Ο Αρσένιος επέμεινε και του έδωσε το δικό του όνομα «για να αφήσει καλόγερο στο πόδι του», όπως χαρακτηριστικά είχε πει.
Πρόσφυγας κατά την ανταλλαγή πληθυσμών
Πέντε εβδομάδες μετά τη βάπτιση του μικρού τότε Αρσένιου, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1924 η οικογένεια Εζνεπίδη, λόγω της ελληνοτουρκικής ανταλλαγής πληθυσμών, μαζί με τα καραβάνια των προσφύγων, έφτασε στο λιμανάκι του Αγίου Γεωργίου Κερατσινίου στον Πειραιά. Στη συνέχεια μετέβη στην Κέρκυρα, όπου και τακτοποιήθηκε προσωρινά στο Κάστρο, για ενάμιση χρόνο. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Ηγουμενίτσα και κατέληξε στην Κόνιτσα, όπου ολοκλήρωσε το δημοτικό σχολείο και πήρε το απολυτήριο του «με βαθμό οκτώ και διαγωγή εξαίρετο».[7] Από μικρός συνεχώς είχε μαζί του ένα χαρτί, στο οποίο σημείωνε τα θαύματα του Αγίου Αρσενίου. Έδειχνε ιδιαίτερη κλίση προς τον μοναχισμό και διακαώς επιθυμούσε να μονάσει. Οι γονείς του χαριτολογώντας, του έλεγαν «βγάλε πρώτα γένια και μετά θα σε αφήσουμε».
Εφηβικά χρόνια και στρατιωτική θητεία
Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να υπηρετήσει στον στρατό, ο Αρσένιος δούλεψε σαν ξυλουργός. Όταν του παραγγελλόταν να κατασκευάσει κάποιο φέρετρο, ο ίδιος, συμμεριζόμενος τη θλίψη της οικογένειας, αλλά και τη φτώχεια της εποχής, δεν ζητούσε χρήματα.
Το 1948 ο Αρσένιος υπηρέτησε στον στρατό με την ειδικότητα του ασυρματιστή κατά τον εμφύλιο πόλεμο.[9] Γι’ αυτό και πολλές εκδόσεις αφιερωμένες στη ζωή του Γέροντα τον αναφέρουν ως «Ασυρματιστή του Θεού». Μάλιστα, ο Γέροντας φέροντας ως παράδειγμα την κατά τη στρατιωτική του θητεία αυτή ιδιότητα, απάντησε σε κάποιον που αμφισβητούσε τη χρησιμότητα της μοναχικής ζωής ότι οι μοναχοί είναι «ασυρματιστές του Θεού», εννοώντας τη θερμή τους προσευχή και την έγνοια τους για την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Απολύθηκε από τον στρατό το 1949.
Τα πρώτα χρόνια του μοναστικού βίου
Ο Αρσένιος εισήλθε πρώτη φορά στο Άγιο Όρος για να μονάσει το 1949, αμέσως μετά την απόλυσή του από τον στρατό. Όμως επέστρεψε στα κοσμικά για ένα χρόνο ακόμα, προκειμένου να αποκαταστήσει τις αδελφές του, έτσι το 1950 πήγε στο Άγιο Όρος. Αρχικά κατέλυσε στη σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος, στο κελί των Εισοδίων της Θεοτόκου. Εκεί γνώρισε τον πατέρα Κύριλλο που ήταν Καθηγούμενος στη Μονή και τον ακολούθησε πιστά.
Λίγο αργότερα αποχώρησε από τη μονή και κατευθύνθηκε στη Μονή Εσφιγμένου. Εκεί, στις 27 Μαρτίου 1954, τελέσθηκε η τελετή της «ρασοευχής» και πήρε το πρώτο όνομά του που ήταν Αβέρκιος. Και εκεί, αμέσως ξεχώρισε για την εργατικότητά του, τη μεγάλη αγάπη και κατανόηση που έδειχνε για τους αδελφούς του, την πιστή υπακοή στον γέροντά του, την ταπεινοφροσύνη του, αφού θεωρούσε εαυτόν κατώτερο όλων των μοναχών στην πράξη. Προσευχόταν έντονα. Ανάμεσα στα αγαπημένα του αναγνώσματα ήταν οι ρήσεις των Πατέρων της ερήμου και ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος.[8]
Λίγο αργότερα, αναχώρησε από τη μονή Εσφιγμένου και κατευθύνθηκε προς τη Μονή Φιλοθέου, που ήταν ιδιόρρυθμο μοναστήρι, όπου μόναζε και ένας θείος του. Η συνάντησή του όμως με το γέροντα Συμεών ήταν καταλυτική για την πορεία και διαμόρφωση του μοναχικού χαρακτήρα του Παϊσίου. Στις 3 Μαρτίου 1957 χειροθετήθηκε «Σταυροφόρος» και πήρε το «Μικρό Σχήμα». Τότε ήταν τελικά που ονομάστηκε και «Παΐσιος», προς τιμήν του Μητροπολίτη Καισαρείας Παϊσίου του Β’, ο οποίος ήταν και συμπατριώτης του από την Καππαδοκία.[10]
Το 1958, ύστερα από «εσωτερική πληροφόρηση», πήγε στο Στόμιο Κονίτσης. Εκεί πραγματοποίησε έργο το οποίο αφορούσε στους ετερόδοξους αλλά περιελάμβανε και τη βοήθεια των βασανισμένων και φτωχών Ελλήνων, είτε με φιλανθρωπίες, είτε παρηγορώντας τους και στηρίζοντάς τους ψυχολογικά, με τον λόγο του Ευαγγελίου. Επί τέσσερα έτη έμεινε στην Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόμιο, όπου αγαπήθηκε πολύ από τον λαό της περιοχής για την προσφορά και τον χαρακτήρα του.