«Πρέπει πάντοτε νά προσέχουμε καί νά ἔχουμε μία συνεχή ἀμφιβολία γιά τό ἄν τά πράγματα εἶναι ἔτσι πού τά σκεπτόμαστε. Γιατί, ὅταν κανείς συνεχῶς ἀσχολεῖται μέ τούς λογισμούς του καί τούς ἐμπιστεύεται, τά φέρνει ἔτσι ὁ διάβολος, ὥστε νά κάνει τόν ἄνθρωπο πονηρό, ἔστω κι ἄν εἶναι ἀπό τή φύση του ἀγαθός…
Πρέπει νά ἔχουμε καλούς λογισμούς. Ἄν δέν ἔχουμε, τότε καί ὁ Μέγας Ἀντώνιος νά εἶναι γέροντάς μας καί νά κάνει συνέχεια θαύματα, δέν θά μπορέσει σέ τίποτα νά μᾶς βοηθήσει!» (Όσιος Παΐσιος Αγιορείτης).
Ὁ ὅσιος μᾶς καλεῖ νά προσέχουμε καί νά ἀμφιβάλλουμε γιά τήν ὀρθότητα τῶν λογισμῶν καί τῶν σκέψεών μας. Ἡ ἐμπειρία καί ἡ ἱστορία τόν ἐπιβεβαιώνουν περίτρανα. Πόσες φορές δέν συναντᾶμε ἀνθρώπους, πού γεμᾶτοι ἀπό κατήφεια καί μελαγχολική διάθεση προσπαθοῦν νά μᾶς πείσουν πόσο μαύρη εἶναι ἡ ζωή τους γιατί ὅλα τούς πᾶνε ἀνάποδα, ὅλοι τούς ἐχθρεύονται καί τούς ὑπονομεύουν, οἱ ἴδιοι πονᾶνε παντοῦ καί πάσχουν ἀπό διάφορες ἀρρώστιες, τά οἰκονομικά τους βρίσκονται σέ μεγάλη στενότητα!
Θυμίζει ἡ περίπτωσή τους τούς ὀπαδούς τῆς φιλοσοφίας τοῦ ἀθέου ὑπαρξισμοῦ, οἱ ὁποῖοι ἐκκινώντας ἀπό τά φοβερά γεγονότα πού ἐκτυλίχτηκαν κατά τόν 20ό αἰώνα – παγκοσμίους πολέμους, αὔξηση ἐγκληματικότητας, ἔξαρση ναρκωτικῶν – τόνιζαν καί τονίζουν ὅτι δέν ὑπάρχει τίποτε καλό στόν πλανήτη μας, ὅτι ὁ χαρακτηρισμός «κόσμος» πού εἶχαν δώσει οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες στόν κόσμο μας, δηλαδή ὅτι εἶναι κόσμημα: κάτι πού ἔχει τάξη καί ὀμορφιά, δέν ἰσχύει, ὅτι ἡ μόνη βεβαιότητα εἶναι ὁ φόβος πού φωλιάζει στόν ἄνθρωπο καί ἡ συνακόλουθη ἀνασφάλεια.
Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, στόν ἀντίποδα, μπορεῖ νά συναντήσουμε ἁγίους ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ζοῦν στόν ἴδιο μέ τούς παραπάνω κόσμο, μά ἡ διάθεσή τους εἶναι παντελῶς διαφορετική: ἔχουν μία πνευματική ἰσορροπία καταπλήσσουσα, εἶναι γαληνεμένοι καί εἰρηνικοί στή ζωή τους, τό ἄγχος καί ἡ ἀνασφάλεια εἶναι ξένες πρός αὐτούς καταστάσεις, κι ἀκόμη: ἡ χαρά καί ἡ εὐτυχία φαίνεται καθαρά ὅτι διακατέχουν τόν ἐσωτερικό τους κόσμο.
Κι ὄχι βεβαίως γιατί δέν ζοῦν κι αὐτοί στιγμές ἤ περιόδους μεγαλύτερες μέ θλίψη, στενοχώρια, φόβο ἤ ἀνασφάλεια – στοιχεῖα τοῦ πεσμένου στήν ἁμαρτία κόσμου μας -, ἀλλά δέν εἶναι αὐτά πού καθορίζουν τή ζωή τους, δέν σφραγίζεται δηλαδή αὐτή μέ μία ἀρνητική θεώρηση τῆς ζωῆς, μέ φιλοσοφικές μάλιστα μερικές φορές προϋποθέσεις, κι αὐτό γιατί τά θεωροῦν ὑπό τό πρίσμα τῆς πίστης στόν Θεό, ὡς δηλαδή παραχώρηση καί διαπαιδαγώγηση Ἐκείνου προκειμένου νά ἀσκηθοῦν στήν ὑπομονή καί νά ὁδηγηθοῦν ἔτσι σέ μεγαλύτερη τελειότητα (βλ. Ἰακ. 1,2).
Τί εἶναι ἐκεῖνο λοιπόν τό ὁποῖο προκαλεῖ τίς διαφορετικές θεωρήσεις, ὥστε ἄλλοι νά τά βλέπουν ὅλα μαῦρα, κατά τό κοινῶς λεγόμενο, καί ἄλλοι νά τά βλέπουν πλημμυρισμένα στό φῶς, ἐνῶ καί οἱ μέν καί οἱ δέ βρίσκονται κάτω ἀπό τόν ἴδιο παρονομαστή, τή ζωή αὐτοῦ τοῦ κόσμου; Ἐκεῖνο πού διαφοροποιεῖ τούς ἀνθρώπους εἶναι ἡ ὀπτική γωνία ἀπό τήν ὁποία βλέπουν τόν κόσμο καί τή ζωή. Καί τήν ὀπτική αὐτή γωνία τή δημιουργεῖ ἡ ὑπάρχουσα ἤ ὄχι πίστη τους στόν Θεό. Ὁ καθένας βλέπει τόν κόσμο μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς.
Ἄν ἡ ψυχή εἶναι δεμένη μέ τόν Θεό ἐν Χριστῷ καί φωτίζεται ἀπό Αὐτόν, τότε μπορεῖ νά ἐπισημάνει τήν παρουσία Του σέ κάθε τι ἀπό τή δημιουργία, ὁπότε βλέπει τό νόημα τῶν πραγμάτων καί ἔχει λόγους νά χαίρεται. Ἄν ὅμως ὁ ἄνθρωπος δέν πιστεύει στόν Θεό ἤ γενικῶς παρουσιάζει μία λειψή πίστη, αὐτό πού ὀνομάζουμε ὀλιγοπιστία, τότε τόν κόσμο θά τόν δεῖ μέ τά κυριαρχημένα ἀπό τά πάθη του καί τίς ἀνασφάλειές του μάτια τῆς ψυχῆς του, ὁπότε ὁ χρωματισμός τοῦ κόσμου θά γίνει ἀνάλογος: ὅλα κακά καί ἄσχημα.
Ἡ σύγχρονη ψυχολογία ἔχει ἐπισημάνει τήν ἀλήθεια αὐτή πρό πολλοῦ, ὅταν χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο προβολή, γιά νά ἑρμηνεύσει τούς χαρακτηρισμούς καί τίς ἀξιολογήσεις τῶν ἀνθρώπων σχετικά μέ τή ζωή τους καί τόν κόσμο πού τούς περιβάλλει. Ὑποστηρίζει δηλαδή ὅτι ὅταν προβαίνουμε σέ κάποια ἀξιολόγηση ἑνός γεγονότος ἤ μιᾶς καταστάσεως, στήν πραγματικότητα προβάλλουμε πρός τά ἔξω ὅ,τι κυριαρχεῖ στόν ἐσωτερικό μας κόσμο: ἄν ὁ κόσμος μας αὐτός εἶναι ἰσορροπημένος, ἰσορροπημένα θά βλέπουμε καί τά γύρω μας· ἄν ὑπάρχει κάποια ἐμπλοκή μέσα μας, τήν ἐμπλοκή αὐτή θά προβάλλουμε καί πρός τά ἔξω. Γι’ αὐτό καί οἱ κρίσεις μας τίς περισσότερες φορές εἶναι ἐπισφαλεῖς καί ὑπό ἀμφισβήτηση: ἐξαρτῶνται ἄμεσα ἀπό τό τί κυριαρχεῖ μέσα μας.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τή σχέση αὐτή μεταξύ τῆς ψυχῆς καί τοῦ κόσμου ἀπό πλευρᾶς ἀξιολόγησης τήν κατέγραψε μέ τή φράση: «πάντα καθαρά τοῖς καθαροῖς» (Τίτ. 1, 15). Ὅλα εἶναι καθαρά γι’ αὐτούς πού εἶναι καθαροί στήν ψυχή. Ἡ ἐπισήμανση ἔτσι τῆς πονηρίας καί τῆς κακίας στόν κόσμο συνιστᾶ ταυτοχρόνως καί φανέρωση τῆς πονηρίας καί τῆς κακίας στή δική μας ψυχή. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης, ὁ νεώτερος αὐτός Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, μέ πολύ διεισδυτικό τρόπο καί ἀμεσότητα, ὡς ἑξῆς καταγράφει τήν παραπάνω ἀλήθεια:
«Ἤξευρε γάρ πῶς, ὅταν ἀριστερῶς λογιάσῃς κανένα κακόν τοῦ ἀδελφοῦ σου, εἶναι κάποια ρίζα τοῦ αὐτοῦ κακοῦ καί εἰς τήν καρδίαν τήν ἐδικήν σου· ἥτις, κατά τήν διάθεσιν, καί τό πάθος, ὁποῦ ἔχει, ἔτσι ἐμπαθῶς κρίνει καί τά τῶν ἄλλων, ὡς γέγραπται. “Ὁ πονηρός ἄνθρωπος, ἐκ τοῦ πονηροῦ θησαυροῦ τῆς καρδίας ἐκβάλλει τά πονηρά” (Ματθ. ιβ΄ 35). Διατί, κατά ἄλλον τρόπον, ἕνας καθαρός καί ἀπαθής ὀφθαλμός, ἀπαθῶς βλέπει καί τά πράγματα, καί ὄχι πονηρῶς. “Καθαρός ὁ ὀφθαλμός τοῦ μή ὁρᾶν πονηρά” (Ἀββακ. α΄13).
Ὅθεν, ὅταν ἔλθῃ εἰς τόν λογισμόν σου νά κρίνῃς ἄλλους διά κανένα ἐλάττωμα, ἀγανάκτησε κατά τοῦ ἑαυτοῦ σου, ὡς πταίστου, καί ἐργάτου τοῦ ἰδίου σφάλματος, καί εἰπέ εἰς τήν καρδίαν σου· “Πῶς ἐγώ ὁ ταλαίπωρος, εὑρισκόμενος εἰς τό ἴδιον σφάλμα, καί εἰς ἄλλα βαρύτερα ἐλαττώματα, θέλω ἀποτολμήσει νά ὑψώσω τήν κεφαλήν, διά νά ἰδῶ, καί νά κρίνω τῶν ἄλλων τά σφάλματα;” Καί οὕτω, τά ἅρματα, ὁποῦ θέλεις νά μεταχειρισθῇς κατά τῶν ἄλλων μεταχειρίσου τα κατά σοῦ διά νά δώσῃς ἰατρείαν εἰς τάς πληγάς σου».
Ἀπό τήν πατερική μας παράδοση εἶναι πολύ γνωστό ἐν προκειμένῳ τό περιστατικό πού διασώζει ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος, κατά τό ὁποῖο τρεῖς διερχόμενοι ἀπό ἕναν δρόμο ἄνθρωποι τό σούρουπο καί βλέποντας κάποιον νά περιμένει στή γωνία, ἔκαναν τρεῖς διαφορετικές σκέψεις γι’ αὐτόν: ὁ ἕνας σκέφτηκε ὅτι πρόκειται γιά κλέφτη, πού περιμένει τήν κατάλληλη στιγμή γιά νά κλέψει τά σπίτια· ὁ ἄλλος σκέφτηκε ὅτι περιμένει τή φίλη του, γιά νά πᾶνε νά πορνέψουν· καί ὁ τρίτος ἔκανε τή σκέψη ὅτι περιμένει τόν φίλο του, γιά νά πᾶνε στήν ἀγρυπνία τῆς παρακείμενης Ἐκκλησίας. Εἶναι φανερό ὅτι στό περιστατικό ἔχουμε ἀνάγλυφη τήν περίπτωση τοῦ φαινομένου τῆς ψυχολογικῆς προβολῆς: ὁ καθένας ἑρμήνευσε τά πράγματα σύμφωνα μέ τό περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς του.
Τά πράγματα γίνονται ἀκόμη τραγικότερα βέβαια, μέ αὐτό πού λέει ὁ ὅσιος Παΐσιος καί πού ἀποτελεῖ ὄντως σπουδαία πνευματική πραγματικότητα: ὅτι ὅταν κανείς ἐπιμένει σέ λανθασμένους λογισμούς, τότε δέν ἔχουμε ἁπλῶς μία διαστρεβλωμένη θεώρηση τῶν πραγμάτων, δέν εἶναι δηλαδή μόνο θέμα τοῦ λογιστικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς, ἀλλά ἔχουμε καί ἀλλοίωση ἐπί τά χείρω τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου, διαστρέβλωση τοῦ ἴδιου τοῦ ψυχισμοῦ του καί τοῦ παθητικοῦ μέρους του: ὁ ἄνθρωπος καί ἀγαθός νά εἶναι ἐκ φύσεως γίνεται πονηρός, μέ τή συνδρομή ἀσφαλῶς καί τοῦ διαβόλου.
«Ὅταν κανείς συνεχῶς ἀσχολεῖται μέ τούς λογισμούς του και τούς ἐμπιστεύεται, τά φέρνει ἔτσι ὁ διάβολος, ὥστε νά κάνει τόν ἄνθρωπο πονηρό, ἔστω κι ἄν εἶναι ἀπό τή φύση του ἀγαθός…». Ὅτι μέ τήν ἐπισήμανση αὐτή ἀναδεικνύεται ὁλοφάνερα ἡ ἀνάγκη γιά ἐπιμονή στούς καλούς λογισμούς, ἀλλά καί ἡ ἀνάγκη τῆς ὑπακοῆς ὡς ἄρνησης τῆς ἐμπιστοσύνης στό ἴδιον ἐγώ καί οἰκείωσης τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ κυρίως μέσω τοῦ πνευματικοῦ Πατέρα, εἶναι ἐντελῶς περιττό καί νά ποῦμε.
Τό τί πρέπει λοιπόν νά κάνουμε εἶναι αὐτονόητο: νά ἀγωνιζόμαστε ὡς πιστοί στήν καλλιέργεια τῶν καλῶν λογισμῶν. Νά ἀρχίσουμε δηλαδή συστηματικά νά βλέπουμε τόν κόσμο, τούς συνανθρώπους, τόν ἑαυτό μας, τή φύση ὄχι μέ τά μάτια τοῦ ἐμπαθοῦς ψυχισμοῦ μας, ἀλλά μέ τά μάτια πού μᾶς ἔδωσε καί μᾶς δίνει ὁ Χριστός καί ἡ ἁγία Ἐκκλησία Του. Νά ἐφαρμόζουμε δηλαδή τό πατερικό λόγιο «μή, Κύριε, τό ἐμόν, ἀλλά τό σόν θέλημα γινέσθω». Κι αὐτό πιό συγκεκριμένα σημαίνει:
νά ἐπιμένουμε στήν αἴσθηση καταρχάς τῆς πανταχοῦ παρουσίας τοῦ Θεοῦ μας. Ὁ κόσμος ὅλος εἶναι δημιούργημα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί ἐξαρτᾶται ἀπολύτως ἀπό τίς ἄκτιστες ἐνέργειές Του. Ἡ πιό φυσική λοιπόν σκέψη καί αἴσθηση τοῦ χριστιανοῦ εἶναι νά βλέπει καί νά νιώθει τήν παρουσία Ἐκείνου στά πάντα. «Ὅτι ἐξ Αὐτοῦ καί δι’Αὐτοῦ καί εἰς Αὐτόν τά πάντα ἔκτισται». «Τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός»·
νά συνηθίσουμε νά βλέπουμε τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στό πρόσωπο τῶν συνανθρώπων μας. Ὅ,τι κι ἄν εἶναι ὁ συνάνθρωπος κι ὅ,τι κι ἄν κάνει, δέν παύει νά ἀποτελεῖ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί μυστική παρουσία Ἐκείνου. «Ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων ἐμοί ἐποιήσατε» (Ματθ. 25,40).
νά ἀρχίσουμε νά βλέπουμε καί τόν ἴδιο μας τόν ἑαυτό σέ σχέση ἄμεση μέ τόν Χριστό: ἀποτελοῦμε ὡς βαπτισμένοι στό ὄνομά Του, πέρα ἀπό εἰκόνες Του, καί μέλη τοῦ σώματός Του, κατοικητήριά Του, ναούς τοῦ ἁγίου Πνεύματός Του.
Ἡ συστηματική καλλιέργεια τῶν λογισμῶν αὐτῶν, (ἐννοεῖται μέ ὁρμητική διάθεση τῆς ψυχῆς), δέν μᾶς ὁδηγεῖ σέ χώρους οὐτοπίας – δέν μᾶς βγάζει ἀπό τήν πραγματικότητα. Ἴσα-ἴσα μᾶς προσγειώνει στήν καθαυτό ἀλήθεια, ἀφοῦ μᾶς κάνει νά μή μένουμε στήν ἐπιφάνεια τῶν γεγονότων καί τοῦ κόσμου, ἀλλά νά βλέπουμε τό βάθος τους. Ἄλλωστε ποιός ἄλλος γνωρίζει καλύτερα τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν ἴδιο τόν Δημιουργό τους, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό; Ὅταν λοιπόν μᾶς προσανατολίζει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός σ’ αὐτήν τήν ὅραση τῶν πραγμάτων, ποιός θά ‘ναι ἐκεῖνος, ἐκτός ἀπό τόν ἄπιστο ἄνθρωπο, πού θά τήν ἀμφισβητήσει;
Ὁ ὅσιος Παΐσιος, βλέπουμε στό παρατεθέν ἀρχικό κείμενο, ἐπισημαίνει πώς ἄν δέν κινούμαστε ἔτσι, μέ τόν τρόπο πού λέει δηλαδή ὁ Χριστός καί ἡ ἀποκάλυψή Του, τόσο διαστρεβλώνεται ἡ ψυχή μας, ὥστε καί ὁ πιό μεγάλος ἅγιος νά εἶναι γέροντάς μας, σάν τόν ἅγιο Ἀντώνιο, σέ τίποτε δέν μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει!
Τά πράγματα λοιπόν εἶναι μονόδρομος: ἡ ὀρθή πίστη μας στόν Θεό καί στόν Χριστό. Ἤ θά αὐξάνουμε τήν πίστη μας γιά νά συνδεόμαστε μέ Ἐκεῖνον καί τήν Παναγία Τριάδα, θεωρώντας τά πάντα κατά τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ, ἤ θά ταλαιπωρούμαστε ἀπό τήν ὀλιγοπιστία καί τήν ἀπιστία μας, βουλιάζοντας μέσα στήν ἀνισορροπία τῶν παθῶν καί τῶν κακιῶν μας, γενόμενοι ἕρμαια τοῦ διαβόλου. Στήν πραγματικότητα αὐτό σημαίνει ἐπιλογή μεταξύ Παραδείσου καί κόλασης!