Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου, Διευθυντού του Γραφείου Αιρέσεων και Παραθρησκειών- Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς.
(Προσδοκίες-Ιστορική πορεία-Γενικές Εκτιμήσεις-Συμπεράσματα)
(1ον)
Ε ι σ α γ ω γ η
Η απόφαση της Συνάξεως των Προκαθημένων στο Φανάρι (6 έως 9 Μαρτίου 2014) να συγκαλέσουν εντός του 2016 την από πολλών δεκαετιών προετοιμαζόμενη Αγία και Μεγάλη, η Πανορθόδοξο Σύνοδο, αναζωπύρωσε και πάλι το ενδιαφέρον της Ορθοδόξου Εκκλησίας γύρω από το θέμα αυτό.
Σύμφωνα με το «ανακοινωθέν»:«Η Σύναξις συνεφώνησεν ότι η προπαρασκευαστική της Συνόδου εργασία πρέπει να εντατικοποιηθή. Ειδική Διορθόδοξος Επιτροπή θα αρχίσει το έργον αυτής από του Σεπτεμβρίου 2014 και θα ολοκληρώση αυτό μέχρι του Αγίου Πάσχα του έτους 2015. Θα ακολουθήση Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις κατά το πρώτον ήμισυ του έτους 2015. Άπασαι αι αποφάσεις, τόσον κατά τας εργασίας της Συνόδου, όσον και κατά τα προπαρασκευαστικά στάδια αυτής, θα λαμβάνωνται καθ’ ομοφωνίαν. Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας θα συγκληθή υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου εν Κωνσταντινουπόλει, εν έτει 2016, εκτός απροόπτου».
Πολλά άρθρα και δημοσιεύματα έχουν γραφεί και δημοσιευθεί μέχρι τώρα στο διαδίκτυο, σε θρησκευτικές εφημερίδες και περιοδικά για την αποφασισθείσα σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, πράγμα το οποίο δείχνει την αγωνία του πιστού λαού του Θεού, διότι θεωρήθηκε, και δικαίως, ως μείζον εκκλησιαστικό γεγονός, υψίστης ιστορικής σημασίας.
Επειδή ωστόσο πολλή άγνοια, σύγχυση και ελλιπής ενημέρωση υπάρχει μεταξύ πολλών, κληρικών και λαικών, αλλά και αρχιερέων, γύρω από το θέμα, και επειδή στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας μας, πολλοί υπήρξαν οι αιρετικοί, οι οποίοι συγκρότησαν αιρετικές συνόδους, τις λεγόμενες «Ψευδοσυνόδους», με σκοπό να προσδώσουν εκκλησιαστικό κύρος στις αιρετικές τους διδασκαλίες και πλάνες, αλλά και επειδή στην εποχή μας, κατά την οποία η παναίρεση του Οικουμενισμού έχει εξαπλωθεί παντού σε όλα σχεδόν τα Πατριαρχεία και τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, ο κίνδυνος να αποτελέσει η προετοιμαζόμενη Σύνοδος του 2016 μια νέα «Ψευδοσύνοδο», χειρότερη εκείνης της Φεράρας – Φλωρεντίας, (1438/9), είναι μέγιστος, θεωρήσαμε σκόπιμο, στην παρούσα χρονική συγκυρία, συνεργούσης της Χάριτος, να παραθέσουμε με τη σύντομη αυτή μελέτη μας, κάποιες βασικές αλήθειες, οι οποίες συνδέονται άμεσα με την προετοιμαζόμενη Σύνοδο, προς ενημέρωση του πιστού λαού του Θεού, για την επαγρύπνησή του.
Θα αναφερθούμε κατ’ αρχήν σε μερικές βασικές και θεμελιώδεις έννοιες, σχετικές με το θεσμό των Συνόδων, στη συνέχεια στις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται, για να είναι μια Σύνοδος όντως Ορθόδοξος και Οικουμενική, κατόπιν σε μια σύντομη αναδρομή στην ιστορική πορεία της προετοιμασίας μιάς Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, σε μια γενική αξιολόγηση της μέχρι σήμερα πορείας της, σε κριτικές θεωρήσεις αγίων ανδρών της εποχής μας σχετικά με την προσδοκώμενη Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, και εν κατακλείδι σε κάποιες γενικές παρατηρήσεις και συμπεράσματα.
Ο Συνοδικός θεσμός στη ζωή της Εκκλησίας
Οι εκκλησιαστικές Σύνοδοι αποτελούν στη ζωή της Εκκλησίας θείο θεσμό. Ο θεσμός αυτός ανάγει την αρχή του στον ίδιο τον Κύριο και τους Αποστόλους, οι οποίοι, «θείω Πνεύματι κινούμενοι», συγκρότησαν την αποστολική Σύνοδο, (49 μ.Χ.), πραγματώνοντας έτσι ταυτόχρονα και την συνοδική αυτοσυνειδησία της ‘Εκκλησίας, για να αποτελεί έκτοτε θεμελιώδες γνώρισμα της λειτουργίας του εκκλησιαστικού σώματος, προς επίλυση και ρύθμιση των πάσης φύσεως εκκλησιαστικών ζητημάτων, ιδίως δε προς αντιμετώπιση των ποικιλωνύμων αιρέσεων. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο: «Εκκλησία συστήματος και συνόδου εστίν όνομα»[1]. Από τις Συνόδους της Ορθοδοξίας, εκείνες που αναγνωρίσθηκαν από την συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας ως Οικουμενικές, όπως και εκείνες από τις τοπικές, που προσέλαβαν οικουμενικό κύρος, είναι θεόπνευστες και αλάθητες, «διά το Πνεύμα το άγιον», που ενεργεί σ’ αυτές, σύμφωνα με τη διαβεβαίωση του Κυρίου: «ο δε Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον, ο πέμψει ο πατήρ εν τω ονόματί μου, εκείνος υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα α είπον υμίν» (Ιω.14,25).Ο Μέγας Αθανάσιος σε επιστολή του προς τους εν Αφρική επισκόπους γράφει:
«Το δε ρήμα του Κυρίου το διά της Οικουμενικής Συνόδου εν τη Νικαία γενόμενον, μένει εις τον αιώνα».[2] Ο δε άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο μεγαλύτερος από τους νεωτέρους κανονολόγους της Εκκλησίας, παρατηρεί σχετικώς στην εισαγωγή του «Πηδαλίου» του: «Αύτη η βίβλος (δηλαδή η συλλογή των ιερών Κανόνων, στην οποία εμπεριέχονται συνοπτικώς και οι δογματικές αποφάσεις των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων), είναι η μετά τας αγίας Γραφάς, αγία Γραφή, η μετά την Παλαιάν και Καινήν Διαθήκην, Διαθήκη. Τα μετά τα πρώτα και θεόπνευστα λόγια, δεύτερα και θεόπνευστα λόγια. Αύτη εστί τα αιώνια όρια, α έθεντο οι πατέρες ημών και νόμοι οι υπάρχοντες εις τον αιώνα,…. τους οποίους σύνοδοι οικουμενικαί τε και τοπικαί διά Πνεύματος αγίου εθέσπισαν….. Αύτη ως αληθώς εστι, καθώς αυτήν επωνομάσαμεν, το Πηδάλιον της Καθολικής Εκκλησίας, διά μέσου του οποίου αύτη κυβερνωμένη, ασφαλώς τους εν αυτή ναύτας και επιβάτας, ιερωμένους τε λέγω και λαικούς, προς τον ακύμαντον παραπέμπει της άνω βασιλείας λιμένα»[3].
Εντεύθεν οι άγιες Οικουμενικές Σύνοδοι αποτελούν το στόμα της Εκκλησίας, συνιστούν την ανωτάτη εκκλησιαστική αρχή και το ανώτατο εν τη Εκκλησία κριτήριο, γι’ αυτό και ευρίσκονται υπεράνω των επισκόπων και αυτών ακόμη των πατριαρχών. Οι αποφάσεις τους, δογματικές, κανονικές και διοικητικές, είναι υποχρεωτικές για όλο το σώμα της Εκκλησίας, κλήρο και λαό, από του πατριάρχου μέχρι του τελευταίου λαικού μέλους της Εκκλησίας, και η τήρησή τους αναγκαία διά την εν Χριστώ σωτηρία, η δε παράβασή τους συνιστά βαρύτατο αμάρτημα αθετήσεως αυτής της ίδιας της Εκκλησίας και αυτού του ίδιου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, σύμφωνα με τον λόγο του: «εάν δε και της εκκλησίας παρακούση, έστω σοι ώσπερ ο εθνικός και ο τελώνης» (Ματθ.18,17).
Όροι και προϋποθέσεις της Οικουμενικής Συνόδου.
Μία Οικουμενική Σύνοδος τότε μόνο μπορεί να είναι αληθώς Ορθόδοξος Σύνοδος και στόμα της Εκκλησίας, εκφράζουσα θεοπνεύστως και αλαθήτως τη γνήσια Αποστολική και Πατερική Παράδοση, όταν πληροί κάποιες βασικές προϋποθέσεις.[4]Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης στο «Πηδάλιόν» του, στα προλεγόμενα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου,[5] αναφέρει τέσσερα ιδιώματα, που αποτελούν κατ’ ουσίαν όρους και προϋποθέσεις γνησιότητος και αυθεντικότητος των Οικουμενικών Συνόδων: α) «Το να συναθροίζονται διά προσταγών ουχί του Πάπα, η του δείνος Πατριάρχου, αλλά διά προσταγών βασιλικών».Είναι γνωστό, ότι κατά τη βυζαντινή περίοδο τις Οικουμενικές Συνόδους συγκαλούσε ο αυτοκράτορας. Ωστόσο η σύγκληση αυτή είχε περισσότερο τυπικό χαρακτήρα, διότι πίσω από τον αυτοκράτορα υπήρχε η εκκλησιαστική Ιεραρχία, η οποία έπαιζε καθοριστικό ρόλο στη σύγκληση της Συνόδου. Σήμερα που δεν υφίσταται το πολιτικό καθεστός της βυζαντινής περιόδου, την ευθύνη της συγκλήσεως Οικουμενικής Συνόδου έχει το σύνολο των Πατριαρχών και των Προκαθημένων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, συναινούσης προφανώς και της Ιεραρχίας των κατά τόπους Πατριαρχείων και Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. β) «Το να γίνεται ζήτησις (=συζήτηση) περί πίστεως και ακολούθως να εκτίθεται απόφασις και όρος δογματικός εις κάθε μίαν από τας Οικουμενικάς, γ) Το να είναι πάντα τα εκτιθέμενα παρ’ αυτών δόγματα και οι Κανόνες, Ορθόδοξα, ευσεβή και σύμφωνα «ταίς θείαις Γραφαίς, η ταίς προλαβούσαις Οικουμενικαίς Συνόδοις», δ) Το να συμφωνήσουν και να αποδεχθούν τα παρά των Οικουμενικών Συνόδων διορισθέντα και κανονισθέντα, άπαντες οι Ορθόδοξοι Πατριάρχαι και Αρχιερείς της Καθολικής Εκκλησίας, είτε διά της αυτοπροσώπου παρουσίας αυτών, είτε διά των ιδίων τοποτηρητών, η και τούτων απόντων, διά γραμμάτων αυτών».[6]
Πέρα από τους παραπάνω όρους του αγίου Νικοδήμου, ο Μέγας Αθανάσιος προσθέτει ακόμη δύο όρους: α) Δεν είναι δυνατόν να συμμετάσχουν, ως μέλη της Συνόδου, πρόσωπα, τα οποία δεν έχουν ορθόδοξο φρόνημα: «Ου γαρ οίόν τε συνόδω συναριθμηθήναι τους περί πίστιν ασεβούντας»,[7] β) Δεν επιτρέπεται να αποσιωπώνται και να παραμερίζονται στη Σύνοδο δογματικές διαφορές και διαφωνίες, αλλά είναι αναγκαίον πρώτον να εξετάζη, (η Σύνοδος), τα εν τη Εκκλησία προκύψαντα ζητήματα πίστεως και στη συνέχεια κάθε άλλο ζήτημα: «Χρη γαρ πρώτον πάσαν περί της πίστεως διαφωνίαν εκκόπτεσθαι και τότε περί των πραγμάτων έρευναν ποιείσθαι»[8].
Ας προστεθεί επίσης ότι, εφ’ όσον κατά την Οικουμενική Σύνοδο «λαλεί αυτό το ίδιο το άγιο Πνεύμα» και οι λαμβανόμενες αποφάσεις είναι «καρπός θείου φωτισμού», (όπως ακριβώς υπήρξαν και οι αποφάσεις της αποστολικής Συνόδου, κατά την μαρτυρία της Γραφής, «έδοξε τω αγίω Πνεύματι και ημίν» [Πραξ.15,28]), έπεται ότι δεν είναι δυνατό οι αποφάσεις αυτές να είναι προαποφασισμένες εκτός της Συνόδου. Το προαποφασίζειν αποτελεί ουσιαστικά κατάλυση του Συνοδικού Συστήματος και εμπαιγμό του αγίου Πνεύματος. Οι εκ των προτέρων ληφθείσες αποφάσεις δεν επιτρέπουν και δεν αφήνουν κανένα περιθώριο να ομιλήσει το άγιο Πνεύμα. Είναι περιττό μάλιστα να λεχθεί ότι τέτοιου είδους ανθρώπινες μεθοδεύσεις είναι τελείως ξένες προς την Ορθόδοξη Παράδοση. Είναι επίσης αυτονόητο ότι οι συζητήσεις πρέπει να διεξάγονται με μοναδικό γνώμονα και κριτήριο την αγία Γραφή και την Ορθόδοξη Παράδοση, έτσι ώστε και οι αποφάσεις της Συνόδου να έπονται και να συμφωνούν πλήρως με τις προγενέστερες Οικουμενικές Συνόδους, με την πίστη δηλαδή των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να επηρεάζονται από πολιτικούς παράγοντες, ούτε να δεσμεύονται από πολιτικές, η άλλες σκοπιμότητες, ούτε και να περιορίζονται εν ονόματι του χρόνου. Όπως διακηρύττουν οι άγιοι Πατέρες της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου: «Ασπασίως τους θείους Κανόνας ενστερνιζόμεθα και ολόκληρον την αυτών διαταγήν και ασάλευτον κρατύνομεν, των εκτεθέντων υπό των σαλπίγγων του Πνεύματος πανευφήμων Αποστόλων, των τε εξ αγίων Οικουμενικών Συνόδων και των τοπικών συναθροισθεισών επί εκδόσει τοιούτων διαταγμάτων και των αγίων Πατέρων ημών. Εξ ενός γαρ άπαντες και του αυτού Πνεύματος αυγασθέντες, ώρισαν τα συμφέροντα. Καί ούς μεν τω αναθέματι παραπέμπουσι, και ημείς αναθεματίζομεν, ούς δε τη καθαιρέσει και ημείς καθαιρούμεν, ούς δε τω αφορισμώ και ημείς αφορίζομεν, ούς δε τω επιτιμίω παραδιδόασι και ημείς ωσαύτως υποβάλλομεν»[9].
Ο δε άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής σε πλήρη συμφωνία με τους αγίους Πατέρες της Ζ΄ Οικουμενικής παρατηρεί: «εκείνας οίδεν αγίας και εγκρίτους συνόδους ο ευσεβής της Εκκλησίας κανών, ας ορθότης δογμάτων έκρινεν».[10] Τέλος για να θεωρηθεί μια Οικουμενική Σύνοδος όντως Ορθόδοξος, θα πρέπει οι αποφάσεις της να γίνουν αποδεκτές όχι μόνο από τους ιεράρχες, αλλά και από όλο το Ορθόδοξο πλήρωμα. Όπως έχει ευστόχως παρατηρηθεί: «Όσον αφορά δε την διοίκησιν και την διδασκαλίαν, η συμμετοχή του λαού είναι θεμελιώδης εφ’ όσον ούτος, χαρισματούχος ων και διδακτός Θεού, αποτελεί μετά του κλήρου την αγρυπνούσαν συνείδησιν της Εκκλησίας, ήτις μαρτυρεί (κρίνει, διακρίνει, εγκρίνει και αποδέχεται, η κατακρίνει και απορρίπτει) την διδασκαλίαν και τας πράξεις της Ιεραρχίας, ως απεφάνθησαν και οι Πατριάρχαι της Ανατολής εν τη Εγκυκλίω αυτών της 6ης Μαίου 1848, “ο φύλαξ της Ορθοδοξίας το σώμα της Εκκλησίας τουτέστιν ο λαός αυτός εστι”»[11].
[1]Ερμηνεία στον 149ον Ψαλμό, PG 55,493.
[2]PG 26,1032B. Εδώ ο άγιος Πατήρ αναφέρει μόνο την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, επειδή οι άλλες δεν είχαν συγκληθεί ακόμη.
[3]Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον, Εκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. ιστ΄.
[4]Κατά τον κ. Παναγιώτη Μπούμη, Καθηγητή του Κανονικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών: «Θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς εξ’ αρχής, ότι κανόνες- νόμοι συγκλήσεως μιάς Οικουμενικής Συνόδου δεν υπάρχουν. Η Οικουμενική Σύνοδος εκπροσωπει τον θεανθρώπινο οργανισμό, την Εκκλησία. Αυτή είναι η νομοθετούσα, αυτή νομοθετεί και ορίζει την πορεία των επί μέρους μελών αυτής .…. Η ίδια η Εκκλησία δεν υπόκειται σε νόμο, είναι αγία και δικαία [‘δικαίω νόμος ου κείται’ Α΄ Τιμ.1,9 εξ.]». (Βλ. Παναγιώτη Μπούμη, Κανονικόν Δίκαιον, Εκδ. Γρηγόρη, Γ΄ Έκδοση, Αθήνα 2000, σελ. 179). Ωστόσο ο καθηγητής θεωρεί αναγκαίο να παραθέσει και αυτός κάποιους κανόνες- νόμους, εξωτερικούς και εσωτερικούς, αρυόμενος αυτούς προφανώς από την Κανονική και Πατερική μας Παράδοση, τους οποίους θεωρεί ως απαραίτητους για τη γνησιότητα μιάς Οικουμενικής Συνόδου.
[5]Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον, ……ο.π. σελ. 118.
[6]Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον,……ο,π. σελ. 118.
[7]Μεγάλου Αθανασίου, ΒΕΠΕΣ, 31, 260.
[8]Μεγάλου Αθανασίου, ΒΕΠΕΣ, 31, 260.
[9]Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον,……ο,π. σελ.. 322.
[10]Μαξίμου του Ομολογητού, Περί των πραχθέντων εν τη πρώτη αυτού εξορία 12, PG 90, 148.
[11]Αρχ. Γεωργίου Καψάνη, πρώην καθηγ. Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Η Ποιμαντική Διακονία κατά τους Ιερούς Κανόνες, Εκδ. Άθως, Πειραιεύς 1976, σελ. 110.