του π. Βασιλείου Ι. Καλλιακμάνη
Τα Θεοφάνεια μαρτυρείται ως η αρχαιότερη χριστιανική εορτή μετά το Πάσχα. Κατά την εορτή αυτή αποκαλύπτεται το φως της τρισηλίου θεότητος και γίνεται της «Τριάδος η φανέρωσις».
Φωτίζεται το γένος των ανθρώπων, αγιάζονται τα ύδατα και η ολόκληρη η κτίση. Ο Δαμασκηνός Στουδίτης σε ένα Λόγο στα Άγια Θεοφάνεια γράφει τα εξής: «Και Φως ονομάζεται ο Πατήρ, ο Υιός, και το Άγιον Πνεύμα… Φως ονομάζεται και εκείνο που έδιωξε το πρωτόγονον σκότος· Φως ονομάζεται και η εντολή, πού έδωκεν ο Θεός εις τον Αδάμ, καθώς το λέγει και ο Προφήτης Δαβίδ· «Λύχνος τοις ποσί μου ο νόμος σου, και Φως ταις τρίβοις μου»… Φως ονομάζεται και εκείνο που εφάνη εις τους ποιμένας, όταν εγεννήθη ο Χριστός εις το σπήλαιον· Φως ονομάζεται και του αστέρος η λάμψις, που ωδήγει τους Μάγους από την Ανατολήν έως την Βηθλεέμ· Φως ονομάζεται και εκείνο που έδειξεν ο Χριστός εις το Θαβώριον όρος, και έλαμψεν εμπρός εις τους Μαθητάς· … Φως ονομάζεται και εκείνο, που μέλλουν να λάμψουν οι δίκαιοι εις την δευτέραν Παρουσίαν· Φως ονομάζεται καθαρώς και καθολικά το Άγιον Βάπτισμα… Βάπτισμα από νερόν, και από Άγιον Πνεύμα.. ο άνθρωπος είναι διπλούς, από κορμί και από ψυχήν·… Το σώμα καθαρίζεται με το νερό, την δε ψυχή το Άγιον Πνεύμα την καθαρίζει και την λαμπρύνει».
Στο μεθέορτο αποστολικό ανάγνωσμα (Εφεσ. 4, 7-13) που έχει επιλεγεί για την Κυριακή μετά τα Φώτα εστιάζεται το ενδιαφέρον στη χάρη που απορρέει από το πρόσωπο του Χριστού, στην ποικιλία των χαρισμάτων και την πνευματική ωρίμανση των χριστιανών. Γράφει ο Απόστολος: Ἑνὶ δὲ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ… καὶ αὐτὸς ἔδωκε τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους, πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ».
Λίγο πιο πάνω, στην αρχή του κεφαλαίου ο Απόστολος Παύλος αναφέρεται στην ενότητα της Εκκλησίας, η οποία αποτελεί «εν σώμα» που ζωογονείται και τροφοδοτείται από «εν Πνεύμα». Τα μέλη του σώματος αυτού συνδέει «μία πίστη», «ένα βάπτισμα» και η κοινή αναφορά στον «ένα Κύριο».
Αφού το εν λόγω αποστολικό ανάγνωσμα σφραγίζει το τέλος του αγίου δωδεκαημέρου να σημειωθεί ότι, κατά την εορτή των Χριστουγέννων ο Χριστός αποκαλύπτεται ως «βρέφος σπαργανούμενον». Στα Θεοφάνεια όμως, φανερώνεται ως τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, ως «Υιός του Θεού ο αγαπητός», ως το φως του κόσμου που χορηγεί πλουσιοπάροχα το φωτισμό σε κάθε άνθρωπο που έρχεται στη ζωή. Και στον καθένα δίδεται χάρισμα πνευματικό σύμφωνα με το μέτρο που μοιράζει ο Χριστός τη δωρεά του. Αυτός έδωσε άλλοι να είναι απόστολοι, άλλοι προφήτες, άλλοι ευαγγελιστές, άλλοι ποιμένες και διδάσκαλοι.
΄Ετσι η Εκκλησία που έχει κεφαλή τον Χριστό δεν υπάρχει για τον εαυτό της, αλλά για να παρέχει χάρη και αγιασμό στα μέλη της, να ζωογονεί και να αναδεικνύει τα ιδιαίτερα χαρίσματά τους. Οπότε, με την ενότητα της πίστεως και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος ζωογονούνται όλα τα χαρίσματα του εκκλησιαστικού σώματος και συγκροτείται θεία αρμονία. Το πρώτο δώρο που παρέχει η Εκκλησία στον καθένα είναι το βάπτισμα. Με το βάπτισμα αλλοιώνεται οντολογικά ο άνθρωπος. Μπολιάζεται με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, τα οποία στη βιβλική παράδοση παρουσιάζονται κυρίως ως σοφία και σύνεση, γνώση και ευσέβεια, φόβος Θεού και χαρά, ειρήνη και δικαιοσύνη, χρηστότητα και αγαθοσύνη, πίστη, ελπίδα και αγάπη. Με την ελεύθερη βούληση καλείται ο χριστιανός να αναδείξει τα χαρίσματα αυτά στη ζωή του, συνεργώντας στο έργο της χάριτος.
Στις μέρες μας επικρατεί ο νηπιοβαπτισμός κι όλα τα παραπάνω γίνονται δυσδιάκριτα. Το βάπτισμα συχνά μετατρέπεται σε κοσμικό γεγονός, που χάνει την ιερότητά του και το βαθύ εκκλησιολογικό του περιεχόμενο. Θεωρείται ως μια καλή συνήθεια και πολιτιστικό αυτονόητο. ΄Ετσι, όταν δεν υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον εκ μέρους των γονέων, των αναδόχων, αλλά και των κληρικών για ουσιαστική πνευματική καρποφορία των παιδιών που σταδιακά ενηλικιώνονται, το βάπτισμα και οι ευεργετικές του συνέπειες λησμονούνται.
Κι ενώ η χριστιανική ζωή παραπέμπει στη ζωή του φωτός, τη ζωή της πραγματικής ελευθερίας και της χάριτος, οι άνθρωποι αγαπούν μάλλον το σκοτάδι παρά το φως. Γι’ αυτό τα Θεοφάνεια, που θυμίζουν στους χριστιανούς τα αγιασμένα ύδατα της κολυμβήθρας του βαπτίσματος, αποτελούν αφορμή για ανανέωση της σχέσης με τον Χρστό και την Εκκλησία. Πάντως δεν είναι τυχαίο ότι στη λαϊκή παράδοση και στο συλλογικό υποσυνείδητο του ελληνικού λαού το χριστιανικό βάπτισμα δεν λησμονείται εντελώς.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι κατά την εορτή των Θεοφανείων πλήθη λαού προσέρχονται στους ιερούς ναούς, για να αγιασθούν και να μεταλάβουν του μεγάλου αγιασμού. Τα Θεοφάνεια, που λέγονται και Φώτα, θυμίζουν στον καθένα την ημέρα του θείου φωτισμού και της εισόδου του στην Εκκλησία. Δεν αρκεί όμως η εθιμική υπενθύμιση του βαπτίσματος, χρειάζεται και υπαρξιακή μετοχή στη ζωή του φωτός. Όταν οι κληρικοί καταρτίζουν πνευματικά και μυσταγωγούν τους πιστούς στην εν Χριστώ ζωή, οικοδομείται το σώμα του Χριστού, η Εκκλησία. Απώτερος στόχος η κατά Χριστόν τελείωση και η πνευματική ωρίμανση, ώστε να φθάσουμε στην τελειότητα που μέτρο της είναι ο Χριστός.
Ο Ιανουάριος είναι γεμάτος από μνήμες αγίων, που αποτελούν πραγματικά φώτα στο σύγχρονο κόσμο. Το πώς βέβαια έχουν ανατραπεί τα πράγματα, και η Εκκλησία από κατεξοχήν χώρος της χάριτος και του φωτός παρουσιάζεται συχνά ως φορέας σκοταδιστικών αντιλήψεων είναι μεγάλο θέμα, που δεν μπορεί να αναλυθεί στην παρούσα συνάφεια. Υπάρχουν ιστορικές ευθύνες κυρίως της δυτικής χριστιανοσύνης γι’ αυτό. Όμως, σε κάθε περίπτωση όποιος θέλει προσωπικά να μεταλάβει του θείου φωτισμού, μπορεί να καλλιεργήσει τη χάρη που έλαβε στο Βάπτισμα και να γίνει φωτοφόρος. Κανείς δεν μπορεί να τον εμποδίσει!